στάρπη

στάρπη
η, Ν
βλ. στάλπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στάλπη — και στάρπη, η, Ν το πηχτό γάλα προτού μετατραπεί σε χλωρό τυρί …   Dictionary of Greek

  • τυρόπηγμα — το, ατος πηχτό γάλα πριν να μετατραπεί σε χλωρό τυρί, στάλπη, στάρπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”